δωροξενίας

δωροξενίας
δωροξενίᾱς , δωροξενία
fem acc pl
δωροξενίᾱς , δωροξενία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δωροξενίας γραφή — ή ξενίας γραφή (Α) καταγγελία εναντίον ξένου ότι δωροδόκησε Αθηναίους δικαστές προκειμένου να ανακηρυχθεί Αθηναίος πολίτης …   Dictionary of Greek

  • ναυτοδίκης — ο (Α ναυτοδίκης) νεοελλ. αξιωματικός τού Πολεμικού Ναυτικού ο οποίος είναι μέλος τού ναυτοδικείου αρχ. στον πληθ. οἱ ναυτοδίκαι δικαστές οι οποίοι εκλέγονταν τον μήνα Γαμηλιώνα και ήταν αρμόδιοι για την εκδίκαση ναυτικών υποθέσεων και ιδίως αυτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”